- μετριαστικός
- -ή, -όαυτός που συμβάλλει στο μετριασμό, ανακουφιστικός, κατευναστικός: Ο ερχομός σου ήταν μετριαστικός στην απελπισία μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετριαστικός — ή, ό (Μ μετριαστικός, ή, όν) [μετριάζω] νεοελλ. αυτός που συντελεί στον μετριασμό ή στον κατευνασμό, ανακουφιστικός, καταπραϋντικός, κατασταλτικός μσν. αστείος, μη σοβαρός. επίρρ... μετριαστικά με μετριαστικό τρόπο … Dictionary of Greek